αλάβωτος
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].