λαβώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ λαβώνω)
1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο
2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον
3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη του λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος -η, -ο
τραυματίας, πληγωμένος
μσν.
προκαλώ σωματική βλάβη μεταδίδοντας κάποια ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαβή με τη σημ. «χτύπημα, πληγή». Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λ., χρησιμοποιούμενη σε θέματα σχετικά με πάλη, προσέλαβε με τον καιρό τη σημ. «τραύμα, χτύπημα» επειδή εκεί όπου γινόταν λαβή μπορούσε να δημιουργηθεί και πληγή].