λεπτόγαιος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λεπτόγειος]], -ο και [[λεπτόγεως]], -ων (Α [[λεπτόγειος]] και [[λεπτόγαιος]], -ον και [[λεπτόγεως]], -ων)<br />αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο [[χώμα]], [[άγονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λεπτόγεα</i><br />τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεπτόγαιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=και [[λεπτόγειος]], -ο και [[λεπτόγεως]], -ων (Α [[λεπτόγειος]] και [[λεπτόγαιος]], -ον και [[λεπτόγεως]], -ων)<br />αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο [[χώμα]], [[άγονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λεπτόγεα</i><br />τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεπτόγαιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), [[πρβλ]]. [[ισόγαιος]]. Ο τ. [[λεπτόγειος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[ισόγειος]]. Ο τ. [[λεπτόγεως]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> (<i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[κατώγεως]]. (Περισσότερα για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού σε -<i>γαιος</i>, -<i>γειος</i>, -<i>γεως</i>, <b>βλ.</b> στη λ. <i>γη</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 30] = λεπτόγειος, Theophr.
Greek Monolingual
και λεπτόγειος, -ο και λεπτόγεως, -ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, -ον και λεπτόγεως, -ων)
αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα
τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος < λεπτ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. ισόγαιος. Ο τ. λεπτόγειος < λεπτ(ο)- + γειος (< γῆ), πρβλ. ισόγειος. Ο τ. λεπτόγεως < λεπτ(ο)- + -γεως (γῆ), πρβλ. κατώγεως. (Περισσότερα για τη μορφή του β' συνθετικού σε -γαιος, -γειος, -γεως, βλ. στη λ. γη)].