χρονουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρονουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
|lstext='''χρονουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />ο [[δημιουργός]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[χαλκουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
ο δημιουργός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκουργός].