ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
ὁ, Μο δημιουργός του χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκουργός].