μητροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητροπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α. | |lstext='''μητροπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει σε [[μητέρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητροπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[μητέρα]], μητρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[ανδροπρεπής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 180] ές, der Mutter anständig, geziemend (?).
Greek (Liddell-Scott)
μητροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α.
Greek Monolingual
μητροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει σε μητέρα.
επίρρ...
μητροπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε μητέρα, μητρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδροπρεπής].