μητροπρεπής

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

German (Pape)

[Seite 180] ές, der Mutter anständig, geziemend (?).

Greek (Liddell-Scott)

μητροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α.

Greek Monolingual

μητροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει σε μητέρα.
επίρρ...
μητροπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε μητέρα, μητρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδροπρεπής].