ησυχή: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, ( | |mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, ([[πρβλ]]. [[κοινῇ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:53, 8 May 2023
Greek Monolingual
ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)
επίρρ.
1. ήρεμα, ήσυχα
2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.)
3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.)
4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)
5. μυστικά, κρυφά
6. λίγο, ελαφρά («ἡσυχῇ κεκλιμένον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + επίρρ. κατάλ. -ῂ, (πρβλ. κοινῇ].