μεταπύργιο: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μεταπύργιον]])<br />[[τμήμα]] τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο πύργων ή προμαχώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυργίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), [[πρβλ]]. <i>προ</i>-<i>πύργιο</i>].
|mltxt=το (Α [[μεταπύργιον]])<br />[[τμήμα]] τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο πύργων ή προμαχώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυργίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), [[πρβλ]]. [[προπύργιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α μεταπύργιον)
τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προπύργιο].