προπύργιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / προπύργιον, ΝΜΑ
μικρός πύργος ο οποίος βρίσκεται μπροστά και πριν από άλλους μεγαλύτερους, προχωρημένο οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας
νεοελλ.
1. συνεκδ. ασφαλής, οχυρή θέση
2. καθετί που παρέχει προστασία και ασφάλεια («το Βυζάντιο υπήρξε το προπύργιο του χριστιανισμού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του προπύργιος].