ονειρώττω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀνειρώττω και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>λοιμ</i>-<i>ώττω</i>, <i>υπν</i>-<i>ώττω</i>)].
|mltxt=(ΑΜ ὀνειρώττω και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> [[λοιμώττω]], [[υπνώττω]])].
}}
}}

Revision as of 08:14, 8 May 2023

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].