πίεστρο: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πίεστρον]], ΝΑ<br />το [[πιεστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται [[κάτι]], όπως ο [[πιεστικός]] [[κοχλίας]], το [[έμβολο]] μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[επίσχεση]] αιμορραγίας, την [[παρακώλυση]] της κυκλοφορίας σε ένα [[μέλος]] του σώματος, την [[πίεση]] τών νεύρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιέζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=το / [[πίεστρον]], ΝΑ<br />το [[πιεστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται [[κάτι]], όπως ο [[πιεστικός]] [[κοχλίας]], το [[έμβολο]] μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[επίσχεση]] αιμορραγίας, την [[παρακώλυση]] της κυκλοφορίας σε ένα [[μέλος]] του σώματος, την [[πίεση]] τών νεύρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιέζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[κρέμαστρον]], [[λύτρον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
το / πίεστρον, ΝΑ
το πιεστήριο
νεοελλ.
1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.
2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση αιμορραγίας, την παρακώλυση της κυκλοφορίας σε ένα μέλος του σώματος, την πίεση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον, λύτρον)].