πιεστικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση
2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός
3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα»)
4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες»)
5. φρ. «πιεστικός κοχλίας» — λαβίδα που το ένα σκέλος της κινείται με κοχλιοειδή μοχλό και ασκεί πίεση πάνω στο άλλο σκέλος και χρησιμοποιείται ως χειρουργικό εργαλείο, ως λαβίδα σε χημικά εργαστήρια ή για συμπίεση ελαστικών σωμάτων σε ένα σημείο.
επίρρ...
πιεστικώς και πιεστικά
με τρόπο πιεστικό, καταθλιπτικό, εξαναγκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].