σκανδάληθρο: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σκανδάληθρον]], ΝΑ<br />επικαμπές [[τεμάχιο]] ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το [[δόλωμα]] και το οποίο, [[καθώς]] το ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την [[παγίδα]], το [[ρόπτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν»<br /><b>μτφ.</b> στήνοντας παγίδες λόγων, [[δηλαδή]] προφέροντας [[λόγια]] τα οποία αρπάζει ο [[αντίπαλος]] και από τα οποία, τελικά, ηττάται (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάνδαλον]] / [[σκανδάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηθρον</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=το / [[σκανδάληθρον]], ΝΑ<br />επικαμπές [[τεμάχιο]] ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το [[δόλωμα]] και το οποίο, [[καθώς]] το ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την [[παγίδα]], το [[ρόπτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν»<br /><b>μτφ.</b> στήνοντας παγίδες λόγων, [[δηλαδή]] προφέροντας [[λόγια]] τα οποία αρπάζει ο [[αντίπαλος]] και από τα οποία, τελικά, ηττάται (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάνδαλον]] / [[σκανδάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηθρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[έλκηθρον]], [[στέργηθρον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
το / σκανδάληθρον, ΝΑ
επικαμπές τεμάχιο ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το δόλωμα και το οποίο, καθώς το ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την παγίδα, το ρόπτρο
αρχ.
φρ. «σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν»
μτφ. στήνοντας παγίδες λόγων, δηλαδή προφέροντας λόγια τα οποία αρπάζει ο αντίπαλος και από τα οποία, τελικά, ηττάται (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκανδάλη + επίθημα -ηθρον (πρβλ. έλκηθρον, στέργηθρον)].