ρόπτρο
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ
βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα του σπιτιού για το χτύπημα της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.)
αρχ.
1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν ῥόπτρον», Ευρ.)
2. το ξύλο της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το άγγιγμα και έπιανε τον ποντικό
3. μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, ρόμβος («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», Πλούτ.)
4. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκτρον)].