μυώνας: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μυών]])<br />το [[μέρος]] του σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, [[σύνδεσμος]] πολλών [[μυών]], σαρκώδες [[μέρος]] του σώματος (α. «όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ.<br />β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρθὸς ἀνέστη», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i> «μυς του σώματος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, κατάλ. διαφόρων μελών του σώματος (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο (Α [[μυών]])<br />το [[μέρος]] του σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, [[σύνδεσμος]] πολλών [[μυών]], σαρκώδες [[μέρος]] του σώματος (α. «όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ.<br />β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρθὸς ἀνέστη», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i> «μυς του σώματος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, κατάλ. διαφόρων μελών του σώματος (<b>πρβλ.</b> [[βουβών]], [[σιαγών]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο (Α μυών)
το μέρος του σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος του σώματος (α. «όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ.
β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρθὸς ἀνέστη», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς «μυς του σώματος» + κατάλ. -ών, κατάλ. διαφόρων μελών του σώματος (πρβλ. βουβών, σιαγών)].