ξενοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοτρόφος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί [[ξένα]] μισθοφορικά στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>)].
|mltxt=[[ξενοτρόφος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί [[ξένα]] μισθοφορικά στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:39, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde, Fremde ernährend, Miethssoldaten haltend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοτρόφος: ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ξενοτρόφος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που περιποιείται τους ξένους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος)].