οξύχολος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύχολον</i><br />η [[οξυθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>)].
|mltxt=[[ὀξύχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύχολον</i><br />η [[οξυθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] ([[πρβλ]]. [[πικρόχολος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:44, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρόχολος)].