οξυμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μέριμνος</i>)].
|mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] ([[πρβλ]]. [[πολυμέριμνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυμέριμνος)].