ονομαστήρια: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνομαστήρια]], τὰ (Α)<br />[[επέτειος]] της ημέρας [[κατά]] την οποία πήρε [[κάποιος]] το όνομά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ὀνομαστήριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀνομάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κολασ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=[[ὀνομαστήρια]], τὰ (Α)<br />[[επέτειος]] της ημέρας [[κατά]] την οποία πήρε [[κάποιος]] το όνομά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ὀνομαστήριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀνομάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i>, [[πρβλ]]. [[κολαστήριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολαστήριος)].