ομοθάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοθάλαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στην [[ίδια]] [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[θάλαμος]])].
|mltxt=[[ὁμοθάλαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στην [[ίδια]] [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]] ([[πρβλ]]. [[νεοθάλαμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].