ομοθάλαμος

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].