οπισθοκέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπισθοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας [[πίσω]] του, [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[οδός]]» ( | |mltxt=[[ὀπισθοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας [[πίσω]] του, [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[οδός]]» ([[πρβλ]]. [[οξυκέλευθος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀπισθοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυκέλευθος)].