νεφριακός: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεφριακός]], -ή, -όν (Μ)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεφριακός]]<br />αυτός που πάσχει από [[ασθένεια]] τών νεφρών, νεφροπαθής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ( | |mltxt=[[νεφριακός]], -ή, -όν (Μ)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεφριακός]]<br />αυτός που πάσχει από [[ασθένεια]] τών νεφρών, νεφροπαθής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. [[μεσιακός]])]. | ||
}} | }} |