σαρκοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(36)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[δεσμός]] της σάρκας του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τροχο</i>-[[πέδη]])].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[δεσμός]] της σάρκας του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ([[πρβλ]]. [[τροχοπέδη]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοπέδη: ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
δεσμός της σάρκας του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].