ρυάχετος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] ([[πρβλ]]. [[συρφετός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:01, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφετός)].