πατριδοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ( | |mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ([[πρβλ]]. [[αρχαιοκάπηλος]]). Η λ. στον πληθ. <i>πατριδοκάπηλοι</i> μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:04, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].