συντοπίτης: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν<br />[[συγχωριανός]], [[συμπατριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντοπος]] «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο [[τόπο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν<br />[[συγχωριανός]], [[συμπατριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντοπος]] «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο [[τόπο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν
συγχωριανός, συμπατριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο τόπο» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].