ροδοστεφανωμένος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />[[στεφανωμένος]] με [[ρόδα]], αυτός που φορεί [[στεφάνι]] από τριαντάφυλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> [[στεφανωμένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δαφνο</i>-[[στεφανωμένος]])].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />[[στεφανωμένος]] με [[ρόδα]], αυτός που φορεί [[στεφάνι]] από τριαντάφυλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> [[στεφανωμένος]] ([[πρβλ]]. [[δαφνοστεφανωμένος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
στεφανωμένος με ρόδα, αυτός που φορεί στεφάνι από τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανωμένος (πρβλ. δαφνοστεφανωμένος)].