πολισσούχος: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιούχος]] («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[δυσερμήνευτος]] τ. [[πολισσοῦχος]] [[είναι]] πιθ. ποιητ. [[αντί]] του [[πολιοῦχος]] και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πολισσόος]] ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιούχος]] («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[δυσερμήνευτος]] τ. [[πολισσοῦχος]] [[είναι]] πιθ. ποιητ. [[αντί]] του [[πολιοῦχος]] και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πολισσόος]] ([[πρβλ]]. [[πολισσονόμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:08, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
πολίτης
αρχ.
1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.)
2. αυτός που κατοικεί σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί του πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το πολισσόος (πρβλ. πολισσονόμος)].