πολισσοῦχος
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
πολισσοῦχον, poet. for
A πολιοῦχος, θεοί A.Th.69,185,271, Ag. 338; also of patrons or eponymous heroes, Ἰδομενεύς GDI5074 (Crete); Κραταιμένης Call.Aet.Oxy.2080.79.
II dwelling in the city, λεώς, βροτοί, A.Eu.775,883.
German (Pape)
[Seite 656] = πολισοῦχος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 protecteur de la cité;
2 qui habite la cité.
Étymologie: πολισσόος, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολισσοῦχος -ον [~ πολιοῦχος] de stad beschermend:. πολισοῦχοι θεοί goden die de stad beschermen Aeschl. Sept. 69. de stad bewonend:. πολισοῦχος λεώς volk dat in de stad woont Aeschl. Eum. 775.
Russian (Dvoretsky)
πολισσοῦχος:
1 охраняющий город, охраняющий города (θεοί Aesch.);
2 населяющий город(а) (λεώς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολισσοῦχος: -ον, ποιητ. ἀντὶ πολιοῦχος, θεοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 69, 185, 271, Ἀγ. 338. ΙΙ. ὁ ἐν τῇ πόλει κατοικῶν, λεώς, βροτοὶ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 775, 883· πολισσοῦχοι = πολῖται, Χριστοδ. Ἔκφρ. 396.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
πολίτης
αρχ.
1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.)
2. αυτός που κατοικεί σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί του πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το πολισσόος (πρβλ. πολισσονόμος)].
Greek Monotonic
πολισσοῦχος: -ον, I. ποιητ. αντί πολιοῦχος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που κατοικεί στην πόλη, στον ίδ.
Middle Liddell
πολισ-σοῦχος, ον,
I. poetic for πολιοῦχος, Aesch.
II. dwelling in the city, Aesch.
English (Woodhouse)
tutelary, dwelling in the city, protecting a country, protecting the city, protecting the land, tutelary guardian