πολεμοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που δημιουργεί πολεμική [[ψύχωση]] για ιδιοτελείς σκοπούς, [[έμπορος]] πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «μικροπωλητής» (<b>πρβλ.</b> <i>αρχαιο</i>-[[κάπηλος]])].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που δημιουργεί πολεμική [[ψύχωση]] για ιδιοτελείς σκοπούς, [[έμπορος]] πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «μικροπωλητής» ([[πρβλ]]. [[αρχαιοκάπηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που δημιουργεί πολεμική ψύχωση για ιδιοτελείς σκοπούς, έμπορος πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].