χορδωτά: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> μείζον [[φύλο]] που αποτελείται από [[τρεις]] υποσυνομοταξίες, τα [[χιτωνόζωα]], τα [[κεφαλοχορδωτά]] και τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτά</i>, πληθ. ουδ. του -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]], <i>σπονδυλ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> μείζον [[φύλο]] που αποτελείται από [[τρεις]] υποσυνομοταξίες, τα [[χιτωνόζωα]], τα [[κεφαλοχορδωτά]] και τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτά</i>, πληθ. ουδ. του -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]], [[σπονδυλωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:22, 8 May 2023

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. μείζον φύλο που αποτελείται από τρεις υποσυνομοταξίες, τα χιτωνόζωα, τα κεφαλοχορδωτά και τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωτά, πληθ. ουδ. του -ωτός (πρβλ. οδοντωτός, σπονδυλωτός)].