πολιοπώγων: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(6_15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιοπώγων''': ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.
|lstext='''πολιοπώγων''': ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Μ<br />αυτός που έχει γκρίζα γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «γένια» ([[πρβλ]]. [[δασυπώγων]], [[μακροπώγων]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πολιοπώγων: ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζα γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πώγων «γένια» (πρβλ. δασυπώγων, μακροπώγων)].