σαρκοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοτρόφος''': ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.
|lstext='''σαρκοτρόφος''': ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που προάγει ή παράγει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ιχθυοτρόφος]], [[οινοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτρόφος: ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, οινοτρόφος].