ξανθοφανής: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(a) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ές, = Vorigem, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ές, = Vorigem, Diosc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξανθοφανής''': -οῦς, ὁ φαινόμενος [[ξανθός]], [[εἶδος]] πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξανθοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[ξανθός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ξανθοφανής]]<br />το ποώδες [[φυτό]] [[σιδηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[χρυσοφανής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 275] ές, = Vorigem, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοφανής: -οῦς, ὁ φαινόμενος ξανθός, εἶδος πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων.
Greek Monolingual
ξανθοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που φαίνεται ξανθός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξανθοφανής
το ποώδες φυτό σιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. χρυσοφανής].