χρυσοφανής
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
χρυσοφανές, shining like gold, Dsc.5.100, Corn.ND17: hence substantive χρυσοφάνεια, ἡ, Eust.991.22.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, golden scheinend, mit goldenem Scheine, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant comme l'or.
Étymologie: χρυσός, φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὴν λάμψιν χρυσοῦ, φαινόμενος ὡς χρυσός, Διοσκ. 5. 117. - Οὐσιαστικὸν χρυσοφάνεια, ἡ, Εὐστ. 991. 22.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τη λάμψη του χρυσού («ταινίας... χρυσοφανεῖς», Αιλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοφανής
(ορυκτ.) παλαιότερη ονομασία του ορυκτού κλιντονίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. λαμπροφανής].