οξυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυκαμπής]], -ές (Α)<br />(για [[άγκιστρο]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[καμπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καμπή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>καμπής</i>].
|mltxt=[[ὀξυκαμπής]], -ές (Α)<br />(για [[άγκιστρο]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[καμπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καμπή]]), [[πρβλ]]. [[ευκαμπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀξυκαμπής, -ές (Α)
(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].