νυκτολεθρία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_10)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτολεθρία''': ἡ, ὁ ἐν νυκτὶ γινόμενος [[ὄλεθρος]], Θ. Στουδ. σελ. 740, ἔκδ. Mi.
|lstext='''νυκτολεθρία''': ἡ, ὁ ἐν νυκτὶ γινόμενος [[ὄλεθρος]], Θ. Στουδ. σελ. 740, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτολεθρία]], ἡ (Μ)<br />[[καταστροφή]] που γίνεται στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ολεθρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]]), [[πρβλ]]. [[ψωμολεθρία]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νυκτολεθρία: ἡ, ὁ ἐν νυκτὶ γινόμενος ὄλεθρος, Θ. Στουδ. σελ. 740, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

νυκτολεθρία, ἡ (Μ)
καταστροφή που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ολεθρία (< ὄλεθρος), πρβλ. ψωμολεθρία].