πάνωψ: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(30)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωπος, ὁ Α<br />αυτός που βλέπει τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ωψ</i>].
|mltxt=-ωπος, ὁ Α<br />αυτός που βλέπει τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[εύωψ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πάνωψ: -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, πανόπτης, ὄνομα τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.

Greek Monolingual

-ωπος, ὁ Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. εύωψ].