κεφαλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[capital]], [[principal]].<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]].
|btext=α, ον :<br />[[capital]], [[principal]].<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῖος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλαῖος:''' 3, v. l. [[κεφάλαιος]] 2 [[главный]], [[основной]]: κεφαλαῖον [[ῥῆμα]] Arph. решительное слово.
|elrutext='''κεφᾰλαῖος:''' 3, v. l. [[κεφάλαιος]] 2 [[главный]], [[основной]]: κεφαλαῖον [[ῥῆμα]] Arph. решительное слово.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κεφαλαῖος]], κεφαλαία, κεφαλαῖον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1427] den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Hauptwort, Kapitalwort, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
capital, principal.
Étymologie: κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαῖος: 3, v. l. κεφάλαιος 2 главный, основной: κεφαλαῖον ῥῆμα Arph. решительное слово.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεφαλαῖος, κεφαλαία, κεφαλαῖον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.