πεντάστεγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάστεγος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, [[οἰκοδόμημα]] ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.
|lstext='''πεντάστεγος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, [[οἰκοδόμημα]] ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] στέγες ή [[πέντε]] οροφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεντάστεγον</i><br />[[οικοδόμημα]] στην Αντιόχεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]), [[πρβλ]]. [[τετράστεγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστεγος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, οἰκοδόμημα ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει πέντε στέγες ή πέντε οροφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάστεγον
οικοδόμημα στην Αντιόχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. τετράστεγος].