ποδοκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που λειτουργεί με την [[κίνηση]] τών ποδιών (α. «[[ποδοκίνητος]] [[τροχός]]» β. «[[ποδοκίνητος]] [[τόρνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόδι]] <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>χειρο</i>-<i>κίνητος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που λειτουργεί με την [[κίνηση]] τών ποδιών (α. «[[ποδοκίνητος]] [[τροχός]]» β. «[[ποδοκίνητος]] [[τόρνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόδι]] <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. [[χειροκίνητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που λειτουργεί με την κίνηση τών ποδιών (α. «ποδοκίνητος τροχός» β. «ποδοκίνητος τόρνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κινητός (< κινώ), πρβλ. χειροκίνητος].