υστεραλγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην [[υστέρα]], [[δηλαδή]] στη [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεφαλ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην [[υστέρα]], [[δηλαδή]] στη [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[κεφαλαλγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].