τρικέρατος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.
|lstext='''τρῐκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρικέρατος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] κέρατα, τρίκερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κερας</i>, -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[τετρακέρατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέρατος: -ον, ὁ ἔχων τρία κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέρατος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέρατος (< κερας, -ατος), πρβλ. τετρακέρατος].