τετρακέρατος
From LSJ
English (LSJ)
τετρακέρατον, four-horned, Orph.Fr.77.
German (Pape)
[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].