ὁμοτελής: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοτελής]], -ές)<br />αυτός που πληρώνει τα [[ίδια]] [[τέλη]], τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, [[ισοτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[φόρος]]»), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοτελής]], -ές)<br />αυτός που πληρώνει τα [[ίδια]] [[τέλη]], τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, [[ισοτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[φόρος]]»), [[πρβλ]]. [[ισοτελής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, paying the same taxes, Poll.3.56, Hsch.; ὁ. πόλις SIG581.62 (Hierapytna, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 340] ές, dieselben Abgaben entrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτελής: -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν μετὰ τῶν ἄλλων, ἰσοτελής, Πολυδ. Γ΄, 56, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισοτελής].