υψίπυλος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τηλέ</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), [[πρβλ]]. [[τηλέπυλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέπυλος].