καλλίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[κακότεχνος]], [[ομοιότεχνος]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[κακότεχνος]], [[ομοιότεχνος]]].
}}
}}

Revision as of 13:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτεχνος Medium diacritics: καλλίτεχνος Low diacritics: καλλίτεχνος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kallítechnos Transliteration B: kallitechnos Transliteration C: kallitechnos Beta Code: kalli/texnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, making beautiful works of art, Str.1.2.33, 16.2.24, Them.Or.4.56b.

German (Pape)

[Seite 1311] = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτεχνος: ὁ, ἡ, καλός, ἐπιδέξιος, τεχνίτης, ἐπιτήδειος κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, ομοιότεχνος].