λατινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>φρων</i>, <i>κοινό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[κακόφρων]], [[κοινόφρων]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον (Μ λατινόφρων, -ον)
αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακόφρων, κοινόφρων].